στρώσῃ

στρώσῃ
στόρεννυμι
aor subj mid 2nd sg
στόρεννυμι
aor subj act 3rd sg
στόρεννυμι
fut ind mid 2nd sg
στρώσηι , στρῶσις
spreading
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρώση — η / στρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο 2. επίστρωση (α. «η στρώση τού δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» η λιθόστρωση, Διον. Αλ.) νεοελλ. 1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς… …   Dictionary of Greek

  • στρώση — η 1. στρώμα. 2. στρώσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις …   Dictionary of Greek

  • ξυλόστρωση — η επένδυση δαπέδου ή τοίχου με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο +. στρώση (< στρώνω), πρβλ. λιθό στρωση. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλόστρωσις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… …   Dictionary of Greek

  • πισσόστρωση — η, Ν 1. επάλειψη ενός αντικειμένου με πίσσα 2. (οδοπ.) επικάλυψη τού οδοστρώματος με πίσσα για την εξομάλυνση τής επιφάνειάς του, την προστασία του από τη φθορά και την αποτροπή τής δημιουργίας σκόνης, αλλ. ασφαλτόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα +… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόστρωση — η, Ν η τοποθέτηση σιδηροτροχιών στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + στρώση (< χαλικό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. σιδηρόστρωσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • σκυρόστρωση — και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν 1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα 2. το σκυρόστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικό στρωση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”